- βαθύβιος
- (bathybius). Ονομασία που δόθηκε σε άμορφη βλεννώδη μάζα, η οποία ανακαλύφθηκε στα μέσα του περασμένου αιώνα από τον Χάξλεϊ σε μεγάλα βάθη του Ατλαντικού ωκεανού (5.000-6.000 μ.). Η ανακάλυψη αυτή έδωσε αφορμή για έρευνες και αντεγκλήσεις ανάμεσα σε φυσιοδίφες, βιολόγους και ζωολόγους, γιατί πίστεψαν στην αρχή ότι ήταν ένας πρωτόγονος οργανισμός που αποτελούσε την αφετηρία του ζωικού βασιλείου. Ο Χάξλεϊ τον είχε κατατάξει στα μονήρη, την ύπαρξη των οποίων υποστήριζε και ο Χέκελ, δηλαδή οργανισμούς που δεν έχουν πυρήνες, κενοτόπια και όργανα, η παρουσία των οποίων όμως δεν είχε επιβεβαιωθεί ποτέ. Παρόμοιες παρατηρήσεις συνέχισαν να γίνονται και αργότερα, όπως το 1873 στη θάλασσα της Γροιλανδίας, όπου παρατήρησαν οργανισμούς πρωτοπλασματικούς με ψευδοπόδια και αμοιβαδοειδείς κινήσεις, τους οποίους ονόμασαν πρωτοβαθύβιους, αλλά χωρίς συνέχεια. Τελικά διαπιστώθηκε ότι οι β. δεν ήταν ζωικοί οργανισμοί, αλλά ζελατινώδεις σχηματισμοί που προέρχονταν από τη χημική αντίδραση των ανόργανων συστατικών της λάσπης του θαλάσσιου βυθού, με το οινόπνευμα μέσα στο οποίο διατηρούνταν τα δείγματα.
* * *-α, -ο- (για οργανισμούς) αυτός που ζει στα βάθη της θάλασσας.
Dictionary of Greek. 2013.